στροφίολος

στροφίολος
στροφ-ίολος, ,
A fringe, border,

ἐν ταῖς σκουτλώσεσι Hero

*Geom.23.3.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • στροφίολος — ὁ, Α 1. λουρί 2. ο γύρος φορέματος, τα κρόσσια. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος σχηματισμένος από τη λ. στρόφος «είδος σχοινιού» με δυσερμήνευτο επίθημα ίολος, πιθ. παρμένο από τη Λατινική] …   Dictionary of Greek

  • στροφίολοι — στροφίολος fringe masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”